Η δουλειά του ήταν να πουλάει μπακλαβάδες ώσπου, μια μέρα που τον κυνηγούσε η αστυνομία έπεσε πάνω σ’ εκείνον τον αδέσποτο σκυλάκο. Έκτοτε άλλαξε η τύχη του και η σαμπάνια με γύρο, κοκτέιλ δικής του εμπνεύσεως, αποδείχθηκε μια χρυσοφόρα επιχείρηση. Ένα ξεκαρδιστικό κοκτέϊλ αθωότητας και τυχοδιωκτισμού με φόντο τα σημερινά Εξάρχεια.
Είναι αλήθεια ότι ζήτησα από τον Παρασκευά να περιγράψει με λίγα λόγια το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Ίσως βέβαια να ήταν λάθος η στιγμή. Επρόκειτο για προχωρημένη νυχτερινή ώρα και κάποια μυστήρια μουσική ακουγόταν από το βάθος.
Ξαφνικά άφησε κάτω το ποτό του και φανερά εκνευρισμένος είπε: "Ξημερώνει Παρασκευή και κάθε Παρασκευή γιορτάζω. Φαντάζομαι να ξέρεις τι σημαίνει αυτό".
Μετά ρούφηξε άλλη μια γουλιά, στοχάστηκε για λίγο και συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: "Κάθε προσπάθεια να διαφημίσεις ένα βιβλίο στο ίδιο του το εξώφυλλο, είναι σαν να θέλεις να πουλήσεις μπακλαβά δι' αλληλογραφίας".
Αποτελείωσε το ποτό του (πάντα το κάνει αυτό), σηκώθηκε, κοίταξε τριγύρω καχύποπτα κι έφυγε. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο μουσάτος μπάρμαν μού έριξε μια ματιά γεμάτη συμπόνοια. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχε πληρώσει.
Ο Παρασκευάς Ακαμάτης γεννήθηκε μετά από μια σειρά αυθαίρετων ενεργειών και επιπόλαιων σφαλμάτων, για τα οποία ουδείς δέχτηκε να αναλάβει την τελική ευθύνη. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι πήγε σχολείο, ενώ κάποιοι κακόβουλοι διέδωσαν ότι πέρασε και από το πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως σερβιτόρος, συσκευαστής αυτοκόλλητων πλαστικών για τραπέζια και παράθυρα, μικροέμπορος και μεγάλος ψεύτης. |