Είχε μεγαλώσει πια από τότε που την είχε φωτογραφήσει στο κατώφλι του σπιτιού της στην Άνω Πόλη. Ξανθά μαλλιά, εμπριμέ φουστανάκι με λευκό γιακά, ίσιες γόβες με μπαρέτες. Μάτια γεμάτα μυστήριο, χαμόγελο σφιγμένο, όμοια με τη ζωγραφιά του Λεονάρντο. Τώρα την έβλεπε ξαφνικά ν' αποχωρεί, σ' ένα τηλεπαιχνίδι που τάχα άλλαζε ζωές. Φορούσε μαύρα ρούχα, τα μάτια της ακτινοβολούσαν θλίψη, τα χείλη έτρεμαν από την αγωνία, μην ανοίξουν και πουν τις λάθος λέξεις τη λάθος στιγμή. Έτρεξε πίσω στην ίδια φτωχογειτονιά για να μάθει ποιο ήταν εκείνο το μυστικό που θαρρείς τη βάραινε ακόμα περισσότερο τώρα που η ζωή της θα ''άλλαζε ριζικά''. Βρήκε το σπίτι εγκαταλειμμένο, μόνο σκουριές και αγριόχορτα. Χτύπησε την πόρτα του διπλανού σπιτιού για να ρωτήσει. Και βρέθηκε αναπάντεχα στο βαγόνι ενός τρένου και στο κατάστρωμα ενός πλοίου, να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο. Μια πίσω και μια μπρος... |