Για δύο πράγματα τρελαινόταν ο χοντρούλης γάτος Αρσέν, για τα καπέλα και τα κόμικς. Μπορούσε να υπομείνει όλες τις κακουχίες του κόσμου, όμως του ήταν αδιανόητη ακόμη και μία μέρα από τη γατίσια ζωή του χωρίς κόμικς και καπέλα.
Ξεχείλιζε από κέφι και χαρά ο Αρσέν κι ασταμάτητα έπαιζε με τα παιδιά, τους άλλους γάτους ακόμη και μ' ένα απλό χαρτάκι. Είχε το πιο καλαίσθητο σπίτι της φτωχογειτονιάς του, διώροφο, φτιαγμένο από παλιά χαρτοκιβώτια, σμηλεμένο με πολλή φαντασία και τρελό μεράκι.
Ώσπου μία μέρα, εκεί που καθόταν και διάβαζε για εικοστή φορά ένα από τα αγαπημένα του κόμικ ζωγραφισμένο από τον αγαπημένο του φίλο Τέρη Ξεφτέρη, τον έπιασε τρελή φαγούρα πίσω από το δεξί του αυτί. Κι εκεί που άρχισε να το ξύνει, γαργαλήθηκε μόνος του και ξέσπασε σε γέλια. Τόσο πολύ ξεκαρδίστηκε ο Αρσέν, που τα μάτια του γέμισαν... μαργαριτάρια!
Κάτι όμορφα άσπρα μπαλάκια, που στην αρχή όποιον κι αν ρώτησε ακόμα και τον πολύξερο φίλο του ρακοσυλλέκτη Μπαμ και Μπουμ, κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Μόνο ο Τέρης Ξεφτέρης κατάφερε να του λύσει την απορία και ταυτόχρονα να τον προειδοποιήσει, «κοίτα μη μαθευτεί πως κλαις μαργαριτάρια. Γιατί πολύ φοβάμαι, Αρσενάκο μου, ότι μαζί με τα μαργαριτάρια θα πλακώσουν, όπου να ‘ναι μεγάλοι μπελάδες και μπλεξίματα. Πρέπει να φυλαχτείς από τους δυνατούς και άπληστους της πόλης μας».
Ο Αρσέν γαργαλιόταν σπίτι του, γέμιζε καπέλα και όλα τα τεντζερέδια του με μαργαριτάρια και τα έδινε στους κατοίκους της φτωχογειτονιάς. Τώρα όλοι μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, εκτός από τον άπληστο δήμαρχο, που τα ήθελε όλα δικά του και έριξε τον Αρσέν στη φυλακή. |