Στον ουρανό πάνω απ' την Πόλη φύτρωσε μια καρπουζιά κι έκανε κάθε χρόνο ένα τεράστιο καρπούζι που το γεύονταν με πανηγύρια στη μεγάλη πλατεία χιλιάδες κόσμος. Τύχη μοναδική και ευλογία εκείνο το τεράστιο καρπούζι! Κάποιον Αύγουστο όμως, κι ενώ κόντευε η στιγμή να το κόψουν, το καρπούζι άφαντο! Ποιος το έκλεψε, πώς και γιατί; Κανένας δεν είχε δει τον κλέφτη, μόλο που παραφύλαξαν άγρυπνοι όλοι οι κάτοικοι της Πόλης. Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες χρονιές, ώσπου ο μικρός γιος του φούρναρη, ονειροπόλος και άφοβος, παίρνοντας τη φλογέρα του αποφασίζει να κρυφτεί μες στο καρπούζι εκεί ψηλά για να δει και να μάθει ποιος, επιτέλους ήταν ο κλέφτης των καρπουζιών, να τον πιάσει, να ξαναφέρει την καρπουζένια ευτυχία στην Πόλη. Ο κλέφτης όμως των καρπουζιών δεν ήταν δράκος και θεριό, ούτε μάγος. Ένας πανέμορφος νέος ήταν που πετώντας μεταφέρει το θεόρατο καρπούζι στην έρημη πολιτεία του, μια μαγεμένη πολιτεία χωρίς παιδιά κι αστέρια, χωρίς καρπούζια στα μποστάνια, παιχνίδια και χαμόγελα. Ανάμεσα στον μοναχικό νέο και τον μικρό γιο του φούρναρη θα γεννηθεί μια θαυμάσια φιλία, που μέσα από σκληρές δοκιμασίες και θυσίες θα ξαναφέρει τη χαρά στην έρημη πολιτεία και το θεόρατο καρπούζι πίσω στην Πόλη. |