Πολλές φορές πεθύμησα να γράψω το βίο και την πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά , ενός γέρου εργάτη που πολύ αγάπησα. Στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και ονείρατα, από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους, πολύ λίγοι βόηθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοί άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ' αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρείς τέσσερεις: τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, το Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι - σαν το δίσκο του ήλιου - που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούριες αγωνίες και μ' έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχιά, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνεια κι ο Ζορμπάς μ' έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο. Αν ήταν στον κόσμον όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, "γκουρού" όπως τον λένε οι Ιντοί, "Γέροντα " όπως τονε λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά. Γιατί αυτός είχε ό, τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της. |