«...Καρφώναμε ως το βράδυ. Η επιβολή του θιασάρχη απάνω μας γινόταν μέρα με τη μέρα και πιο καταθλιπτική. Κάποια στιγμή ο Κουβαρίκας πήγε ν΄αγοράσει πρόκες και γύρισε αλλιώτικος. -Τι είναι, τον ρωτώ. -Ήρθε... -Η "Κυρία"; -Ναι. -Και πώς είναι; -Mια πατσαβουρίτσα αριστούργημα. Έχει τη γάμπα της απλωμένη στην πλατεία του χωριού και ουζάρει. Αν πεις για το μάτι της... πιάσε με! Σε κοιτάζει και σε κόβει φέτες φέτες. Ύστερα γύρισε κατά το Θιασάρχη. -Ήρθε... του λέει σαν να 'γλειφε κάνα κομμάτι ροδοζάχαρη. Ο άλλος παρατάει το σφυρί κι αρπάζει το σακάκι του. -Κάντε κανένα τσιγάρο, μας λέει, να ξεκουραστείτε, κι έφτασα». |