Τη νύχτα που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος γέννησε η Σίσσυ. Έκανε τρία κουτάβια σα θρεμμένα ποντικάκια. Ο Βικέντιος από μέρες την είχε κατά νου. Περίμενε. Είχανε σωθεί τα φουντούκια στην τσέπη του ράσου του. Πηγαινοερχότανε μες στο μοναστήρι, μοναχικός διακονητής, κι εκείνη, φουσκωμένη, έτρεχε βαριανασαίνοντας από πίσω του, ταμένη να συντροφεύει τα βήματά του στο μαγειριό, στο προαύλιο, στα αγριεμένα πια κηπάρια και στην πεζούλα με τους σταυρούς.
Ο Βικέντιος, μοναχικός μοναχός, πενθεί για την αδικοχαμένη σκυλίτσα του, την ίδια στιγμή που λαός και επίσημη Εκκλησία πενθούν τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.
Κατόπιν, καθώς οι κεφαλές της Εκκλησίας μετέχουν σε ιερές και ανίερες διαδικασίες διαδοχής, εκείνος αγωνιά να κρατήσει στη ζωή έστω και έναν από τους τρεις νεογέννητους διαδόχους της νεκρής σκυλίτσας.
Mια έντονα σημειολογική νουβέλα που ακροβατεί μεταξύ προσωπικού και συλλογικού πένθους, προσωπικής και συλλογικής ελπίδας. Από τον συγγραφέα-έκπληξη του μυθιστορήματος "Ανάμισης ντενεκές". |