Κατά το βραδάκι ήρθε το πρώτο σημάδι. Ένα βουβό φουσκοθάλασσο τελείως αδικαιολόγητο άρχισε να λικνίζει το βαπόρι. Ο καπετάνιος είχε στυλωθεί στη βαρδιόλα και κοιτούσε τον ορίζοντα χωρίς να ξέρει τι ψάχνει. Στον ουρανό είχαν μείνει μόνο τα πολύ φωτεινά αστέρια. Τα άλλα τα είχε σκεπάσει ένα πολύ αδύνατο σεντόνι από σύννεφα που στα βιβλία της μετεωρολογίας τα είχαν βαφτίσει με την υπέροχη ελληνική λέξη «θύσανοι». Μόνο ο Δίας και ο Σείριος διακρίνονταν ακόμη. Σε λίγο σκεπάστηκαν κι αυτά. Πριν σκοτεινιάσει, έφερε ο Μάρκελλος φρέσκο ραπόρτο. Η «Νόρμα» -έτσι είχαν βαφτίσει τον τυφώνα οι Αμερικάνοι- είχε ζορίσει, είχε αυξήσει ταχύτητα και ο αγέρας είχε δυναμώσει κι άλλο και είχε στρίψει αριστερά. Έδειχνε ότι θα περάσει κάτω από τη Φορμόζα. Με ακτίνα 250 μίλια, το ραντεβού με το «Άννα Σ.», που μετά το στρίψιμο πήγαινε αργά προς Νότο για να ξεφύγει, ήταν αναπόφευκτο.
Ο Τζώρτζης Μαράτος, γνωστός στους αναγνώστες από τα προηγούμενα βιβλία του (δύο συλλογές με θαλασσινές ιστορίες και μία συγκλονιστική προσωπική μαρτυρία για τον Εμφύλιο), επανέρχεται δυναμικά στο εκδοτικό προσκήνιο. |