Ο φλογερός και νοσηρός έρωτας του Μάρκου Βαμβακάρη για τη γυναίκα του Ζιγκοάλα, που συζούσε με τον παιδικό του φίλο και κουμπάρο τους, είναι η βασική, οδυνηρή πηγή έμπνευσης του θεμελιωτή του ρεμπέτικου, στα χρόνια 1932-1940.
Το πάθος αυτό, σκληρό, τρυφερό, αντιφατικό, έως θανάσιμο, περνάει διάφορες φάσεις, κορυφώνεται τραγικά μέσα στη φθορά του και ξαναγεννιέται διαρκώς. Είναι η εποχή που ο Μάρκος, από άσημος εκδοροσφαγεύς, γνωρίζει σιγά σιγά τη δόξα: είναι ο πρωτοπόρος που ανοίγει νέους δρόμους στη λαϊκή μουσική και στη διασκέδαση, μέσα από ένα όργανο δυσφημισμένο και κυνηγημένο από την αστυνομία, και ο οποίος θα εκφράσει τη μεταπροσφυγική Αθήνα, αλλά και μία ολόκληρη εποχή.
Βρίσκεται συνέχεια σε σύγκρουση με τις μουσικές αντιλήψεις της εποχής, τη φτώχεια,τη γυναίκα του που τον προδίδει, την οικογένειά του, τον καθωσπρεπισμό, τη δικτατορία Μεταξά - σχεδόν με όλους, κι ενώ πλησιάζει, σαν αναπότρεπτο ρεφρέν, ο πόλεμος.
Ο Μάρκος, στα οχτώ αυτά χρόνια, εξελίσσεται, ανεβαίνει, υποφέρει, πάσχει στη σχέση του με την εξοντωτική, θεά και λάμια Ζιγκοάλα, συγκρούεται, δημιουργεί, δοξάζεται, ενώ γύρω του τα πάντα, κάθε μέρα, επιδεινώνονται. |