EΛEYΘEPOI ΠOΛIOPKHMENOI
ΣXEΔIAΣMA Γ
O ΠEIPAΣMOΣ
Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
κι η φύσις ήβρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαηδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι η ζωή, σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,
ακίνητ' όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
που 'χε ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί 'δες
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ' όσο καν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του. |