"Ντράπηκα που κάποιος με τόση ευκολία διάβαζε τη σκέψη μου και υπάκουσα. Ξαφνικά ακούστηκαν γέλια ανθρώπινα και ο ακέφαλος άνθρωπος με έδειξε απλώνοντας το χέρι του.
Ιδού ο άνθρωπος, είπε. Κόσμος πολύς ξαναγέλασε και κάποιος που έμοιαζε με Πρόεδρο δικαστηρίου χτύπησε δυνατά ένα κουδούνι."
Μερικά χρόνια πίσω, σ’ ένα αριστοκρατικό και σικ προάστιο, μας μεταφέρει το μυθιστόρημα του Δ. Τάντηρα (Νήρα), «Ακριβώς παρά πέντε». Η μεταπολεμική Ελλάδα αλλάζει. Τα λεφτά αλλάζουν χέρια. Δημιουργούνται νέα τζάκια. Τα νέα οικόσημα είναι φτιαγμένα από φτηνό πλαστικό και μυρίζουν θυμάρι. Αυτό δεν θα έβλαπτε εάν δεν ήταν κακόγουστα. Η ρομαντική προπολεμική γενιά, με τα γαλλικά και το πιάνο, δυσπνοεί μέσα στη νέα τάξη πραγμάτων. Απομονώνεται. Κλείνει τα μάτια πεισματικά μπροστά στις μεγάλες αλλαγές.
Ο Στέφανος, ένας ευαίσθητος νεαρός γέννημα-θρέμμα του προαστίου, στην προσπάθειά του να βρει το δικό του δρόμο καταπλακώνεται κάτω από όγκους κοινωνικής καταπίεσης. Δυνατός και αγνός σαν τσίπουρο σπιτίσιο, ο έρωτάς του για τη Χαρούλα διακόπτεται βίαια. Οι γονείς της την πείθουν να παντρευτεί έναν σαραντάρη λεφτά. Ο γάμος της αγαπημένης του τον αποτελειώνει. Τον στέλνει στον ψυχολόγο. |