«Ο καιρός ήταν απαίσιος, χιόνιζε συνέχεια. Βαδίζαμε στα κουτουρού. Το χιόνι ήτανε πάρα πολύ. Καθίσαμε κάτω από ένα έλατο για να ξεκουραστούμε και όπως είμαστε τσακισμένοι από την κούραση και την αγωνία, μας πήρε για λίγο ο ύπνος. Αργότερα, ηύραμε μια σπηλιά κι εκεί καθίσαμε, κόψαμε ξερά έλατα κι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. Καθίσαμε κάνα δυο μέρες και ύστερα κατεβήκαμε στο χωριό. Ήτανε όμως καμένο, ψυχή δεν σάλευε». Περιγράφοντας με γλώσσα λιτή και απέριττη μικρές καθημερινές στιγμές από τη ζωή στα χωριά της Κωπαΐδας, τη δεκαετία του 1930, ο Χρήστος Θωμόπουλος συνθέτει το μωσαϊκό της βοιωτικής υπαίθρου. Πρόκειται για τη μοναδική έντυπη μαρτυρία που αναφέρεται στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση από Άγγλους επιχειρηματίες, των χωραφιών που αναπτύχθηκαν στην αποξηραμένη λίμνη.
Ο συγγραφέας βαδίζει το μονοπάτι του βίου του, ακολουθώντας τα χνάρια των αναμνήσεων: Μεταξική δικτατορία, στράτευση στο Κομμουνιστικό Κόμμα, Ελληνοαλβανικό μέτωπο, ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, Εμφύλιος, φυλακές και εξορίες. Άλλωστε, ο Χρήστος Θωμόπουλος έζησε τα 25 από τα 61 χρόνια της ζωής του, κλεισμένος σε κάτεργα κι εκτοπισμένος σε ξερονήσια.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: Στο πρώτο, περιγράφεται η ζωή στην Κωπαΐδα, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το έπος του Ελληνοαλβανικού Μετώπου. |