Ήξερα, ότι αν έλεγα ναι, όλα θα τέλειωναν ήσυχα κι ωραία. Δεν θα ξανάβαζα στο στόμα μου φτηνό κονιάκ, θα μπορούσα να κάνω το Χίλμαν κουκλί και ν' αλλάξω την επίπλωση του σπιτιού μου. Θα πρότεινα σε ψηλοκώλες γκόμενες ένα ποτό στο «Harry's bar» της Βενετίας ή μια βόλτα στο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας. Θα φορούσα μόνο Τίμπερλαντ και θα υπέγραφα τα τσεκ με Μονμπλάν. Θα κέρναγα κάθε μέρα την παρεούλα στο «16» και θα έκανα δώρο ένα ψυγείο στους Αλβανούς που έμεναν στο υπόγειο της πολυκατοικίας μου. Και μπορεί σε δυο τρία χρόνια να αγόραζα μια εικοσάρα χορεύτρια απ' την Ουκρανία, για να μου κρατάει το χέρι τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Η ζωή μου θα άλλαζε ριζικά. Τι παραπάνω να ζητήσει ένας σαραντάρης στο χείλος του γκρεμού; Έσβησα ήρεμα το τσιγάρο μου.
-Όχι κύριε Κυπριανίδη, είπα. |