«Χαμογελάστε, παρακαλώ!» συνιστούσε ο παλιός φωτογράφος με τα μαύρα επιμανίκια σε οικογένειες , φαντάρους, νιόπαντρους και τυχάρπαστους μορφονιούς που ήθελαν να δουν τη φάτσα τους απέναντι, τυπωμένη στο χαρτί. Το γέλιο είναι τζάμπα, δεν στοιχίζει τίποτα, όταν μάλιστα παραμένει άφωνο, είναι απλό τρυκ των χειλιών. Τόσο εύκολα χαρίζεται, όπως τα μάτια που σκαρδαμύσσουν ή το βηχάκι που έρχεται και φεύγει ασυνόδευτο. Ουδείς φωτογράφος βέβαια ή πορτραιτίστας θα είχε την ιδέα να παραλλάξει την παράκλησή του επί τα χείρω. Δεν θα μπορούσε να πει «Βάλτε για λίγο τα κλάματα!», «Λιποθυμήστε μια στιγμούλα!, «Ουρλιάξτε από τον πόνο!» ή έστω «Πνιγείτε στο σάλιο σας!», για να μη θυμίσουμε το φοβερό «Αναπνέετε, μην αναπνέετε!» που ακούς από μικρόφωνο όταν σε φουρνίζουν στον αξονικό τομογράφο. Οι σφοδρές συγκινήσεις θυμίζουν δράμα, είναι δύσκολες και ψυχοφθόρες, δεν τις έχει κανείς στην τσέπη, αντίθετα με το γέλιο ουδέν πρόβλημα. Λίγο να σπιθίσουν τα μάτια, να σκάσουν τα χείλη και να διασταλούν ανεπαίσθητα οι ρώθωνες, το γέλιο είναι πανέτοιμο, στο πιάτο. |