Χωρισμένος από τη νευρασθενική σύζυγό του, ο ήρωας αυτής της ιστορίας φτάνει στη Μύκονο για να μπορέσει να ξεπλύνει, στο πλευρό ενός φίλου από τα παλιά, τ' άπλυτα της ζωής του. Όμως η θεότητα του ελληνικού καλοκαιριού αποδεικνύεται απρόβλεπτη, όσο και οι αντιδράσεις ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τις ναρκωμένες του αισθήσεις. Η ατμόσφαιρα του κοσμικού νησιού, εκτός από λευκές νύχτες, επιφυλάσσει εκπλήξεις και εμπειρίες, από τις οποίες οι σημαντικότερες δεν είναι ούτε η παρέα των τεσσάρων που αναζητά τον «Θησαυρό της Νοσοκόμας», ούτε το πτώμα που θα πέσει με όλο του το βάρος στον βάλτο της χαύνωσης για να ταράξει τα νερά. Περισσότερο απ' όλα αυτά, είναι το αίσθημα που παραμονεύει στα σοκάκια του νησιού, πως πίσω από κάθε τέλος υπάρχει πάντα μια αρχή.
«Έρχεσαι αρχές Ιουλίου στη Μύκονο, με σκοπό να μείνεις μερικές μέρες μακριά απ’ τα προβλήματα που έφερε στη ζωή σου ο χωρισμός σου με τη Λίζα, και ξαφνικά έχει φτάσει τέλος Αυγούστου και συ βρίσκεσαι ακόμα εδώ, με την αίσθηση πως κάποιος σου έκλεψε το καλοκαίρι, και ας συνέβησαν τόσα πράγματα, κι ας γνώρισες τόσους ανθρώπους, τόσες εμπειρίες... Όλο αυτό το διάστημα σου πέρασε πολλές φορές απ’ το μυαλό η ιδέα να πάρεις το πρώτο καράβι και να γυρίσεις στην Αθήνα, όμως λες και ήσουν εγκλωβισμένος εδώ στο νησί, περικυκλωμένος απ’ τη μαγεία του γαλάζιου, από την πλανεύτρα θάλασσα που άφηνε τη περίτεχνη δαντέλα της στις ακρογιαλιές, όταν τα κύματα, το ένα μετά το άλλο, έρχονταν ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι να ξεψυχήσουν πάνω στην άμμο και στα βράχια. Οι μέρες στη Μύκονο έμοιαζαν με κάτασπρο σεντόνι που παραδέρνει στον βοριά. Κι οι νύχτες, φωτισμένο καράβι χωρίς προορισμό. Κατά τα άλλα, όταν τύχαινε να σηκώσεις ψηλά τα μάτια σου, αναρωτιόσουν γιατί επιμένει ο ποιητής πως Τα ωραία νησιά δεν έχουν ουρανό».
|