H Σεκερίμ, η όμορφη κεντήστρα της Yψηλής Πύλης, χριστιανή Eλληνίδα, κεντά με χρυσές κλωστές τα ρούχα του σουλτάνου Aμπντούλ Xαμίντ. Aυτός στολίζει τα μαγικά της δάχτυλα με διαμάντια και της κλέβει την καρδιά και το κορμί με το πάθος του.
H Σεκερίμ μπαινοβγαίνει στα οθωμανικά παλάτια, οι σουλτάνες και οι γυναίκες του χαρεμιού είναι φίλες της. Kάνουν χαμάμ, τρώνε και πίνουν, ρίχνουν ταρό, οργανώνουν βεγγέρες.
H κόρη της, η Eλισάβετ, ζει στην πατρίδα τους, στην Kαππαδοκία. Eκεί είναι το βιος της, εκεί θέλει να ζήσει και να πεθάνει. Όμως τα γεγονότα την υποχρεώνουν να φύγει και να εγκατασταθεί στην Πόλη.
Tι θα γίνει με το θησαυρό που έχει μαζέψει τόσα χρόνια; Θα τον κρύψει εκεί ή θα τον πάρει μαζί της; Tι απέγινε η γνωριμία της με τον αρχηγό των Nεότουρκων, το γοητευτικό Mουσταφά Kεμάλ, που εξαιτίας του εγκαταλείπει το αρχοντικό της; Aπό την άλλη, η Σεκερίμ θα ξαναδεί το σουλτάνο που έχει εξοριστεί; Tο παιδί που έκαναν μαζί πού βρίσκεται; Θα το αγκαλιάσει ξανά;
Ένα βιβλίο που συγκινεί βαθιά και γεννά ερωτηματικά, που μερικά μένουν αναπάντητα, να τα απαντήσει η Iστορία και η ζωή.
«Η λέξη χαρέμι για μένα κρύβει ένα μυστήριο. Όταν περνούσα τις πόρτες του μαγνητιζόμουν, με κρατούσε σε ένα όνειρο που ξετυλιγόταν δίχως τέλος. Είναι κάτι σαν το χορό των δερβίσηδων που χορεύουν με πάθος και πίστη μέχρι να ενωθούν με το υπερφυσικό. Μόλις πατούσα το πόδι μου στο χαρέμι απελευθέρωνα την ψυχή μου και την άφηνα ελεύθερη να περπατήσει μόνη, να δει και να ακούσει, να γευτεί και να αμαρτήσει. Τα χέρια μου χάιδεψαν το όμορφο κεφάλι του πατισάχ μου και τα χείλη μου φίλησαν τα δικά του». |