[ Les amants de Myrintha ]
Tην πήρε στην αγκαλιά του κι έτρεξαν κατά το μικρό σπιτάκι. Tο κρεβάτι ήταν στρωμένο. Kι οι κουρτίνες κλειστές. Tην έριξε πάνω στο στρώμα κι εκείνη δεν τον άφηνε. Κανένας τους δεν περίμενε τον άλλον για το πρώτο βήμα, για το πρώτο άγγιγμα, για το πρώτο φίλημα. Τα 'θελαν κι οι δυο όλα μαζί και την ίδια ώρα. Εκείνη βιαζόταν να του δείξει τον δρόμο για να τον δεχτεί κι εκείνος μπερδευόταν στον τρόπο να την περπατήσει. Είχαν δέκα δάχτυλα ο καθένας που έψαχναν. Δέκα δάχτυλα πυρακτωμένα, που άγγιζαν το δέρμα κι έκαναν πληγή που μοσκοβολούσε. Και πονούσαν. Κι αυτοί είχαν ανάγκη από βόγγους. Και δεν σταματούσαν. Τα σώματα λευτερώθηκαν γρήγορα απ' τα ρούχα κι έμειναν γυμνά. Κι ανυπόμονα να λιώσουν το ένα μέσα στο άλλο. Κι η φωτιά τα τύλιγε κι αυτά την προκαλούσαν με τα νύχια, με τα δόντια, με την ανάσα, με τον αναστεναγμό. Κι η στιγμή ανέβαινε. Ανέβαινε ολοένα. Και γινόταν πνιγμός. Και γινόταν ήλιος και φως. Και φοβήθηκαν κι οι δυο μη δεν αντέξουν. Μην τους είναι η ζωή πιο μικρή, κλαράκι λιανό και πιο αδύναμο από τούτο το θάμα που τους συνέπαιρνε. Και τους κοπεί. Κι ανέβαιναν. Ανέβαιναν. |