Σ' ένα φανταστικό χωριό, όπως το Βισάντο, τα πάντα μπορούν να συμβούν: θυελλώδεις έρωτες, τολμηρές εξεγέρσεις, κρυφά πάθη, παράξενες συνωμοσίες, απελπιστική φτώχεια και αξεπέραστη μοναξιά. Φοβισμένοι άντρες και γενναίες γυναίκες βιώνουν τις εφιαλτικές εκδοχές μιας παράδοξης πραγματικότητας, στιγματισμένοι ανεξίτηλα από τον έρωτα και τον πόλεμο. Όμως ο θάνατος παραμονεύει παντού, κι όπως μας λέει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, "της μοίρας η δύναμη είναι πολύ φοβερή ούτε ο πλούτος ούτε ο Άρης ούτε πύργος ούτε τα θαλασσόδαρτα μαύρα καράβια μπορούν να την ξεφύγουν". Γι' αυτό όλοι, εγκλωβισμένοι σ' έναν κλοιό που οι υπέρτατες δυνάμεις του καλού και του κακού επινόησαν γι' αυτούς, υποτάσσονται στο πεπρωμένο - φανερωμένο και αφανέρωτο. "...εξαφανίζονταν για να κάνουν έρωτα παντού, κάτω απ' τα ετοιμοθάνατα γεφύρια των ποταμών με τις ασημένιες φλέβες, πίσω από τις άγουρες καλαμιές της λίμνης όπου επέπλεαν σαν ερείπια από καταστροφικό ναυάγιο πράσινα φύλλα, μέσα στα φαγωμένα δόντια του πέτρινου μύλου, στα ορφανά χωράφια, στις υγρές κι αφιλόξενες μήτρες των γυαλισμένων απ' τα επιδέξια χέρια των αιώνων βράχων, ανάμεσα σε πολύχρωμα φτερά από άγρια πουλιά και αιμόφυρτα νούφαρα, μπερδεμένοι ανάμεσα σε μουχλιασμένα βρύα και ξερά πουρνάρια, με μια ακόρεστη λύσσα και τόσο βαθιά εγκαταλειμμένοι στο πάθος, που τις νύχτες οι γείτονες, ολοφάνερα σκανδαλισμένοι, σφάλιζαν με θόρυβο τα παντζούρια, αλλά βρίσκοντας πάντα την τελευταία στιγμή μιαν αταίριαστη δικαιολογία για ν' αφήνουν ανοιχτά όλα τα παράθυρα, ώστε, με τις τελευταίες δυνάμεις της από πολλά χρόνια απαλλαγμένης απ' το δυνάστη τον έρωτα ψυχής τους, να παραδίνουν τα λαίμαργα θηρία των αυτιών τους στις ξακρισμένες απ' τη σκοτεινή υγρασία της νύχτας και πολλαπλασιασμένες απ' την εξουθενωτική μαγιά της φαντασίας επιθανάτιες κραυγές των αχόρταγων εραστών...". |