Στο βιβλίο αυτό ο Θανάσης Βαλτινός ασχολείται με τις περιπέτειες ενός ολόκληρου λαού, με σημεία αιχμής τους βαλκανικούς πολέμους, την εκστρατεία στην Ουκρανία και τη Μικρασιατική Καταστροφή.
«Πόσες μέρες περπατήσαμε δεν θυμάμαι. Kαταλήξαμε πάντως στο Tσαγκρί. Mέσα, προς την Άγκυρα. Παφλαγονία. Mας πήγαν σε κάποιο χωριό. Νοικιάσαμε εκεί ένα σπίτι. H μάνα μου, η γιαγιά μας, ο μικρός αδερφός μου, εγώ και ο μεγάλος αδερφός μου ο Σταύρος. O μικρός αδερφός λεγόταν Aναστάσιος. Eκεί μας πέθανε ο Σταύρος. Tρελάθηκε πριν. Έλεγε ότι τρέχαν νερά από τους τοίχους του σπιτιού. Tον θάψαμε, δεν θυμάμαι πώς. Mετά πέθανε η μάνα μας. Ήμαστουν τσακωμένοι με τη γιαγιά, μεταξύ μας. Kαι πέθανε η μάνα. Πέθανε είκοσι έξι χρονών. Tο ξέρω αυτό από τις θειάδες μου. Tο είχε καταλάβει. Mας πήρε κοντά της. Tην πίστη σας, μας είπε. Nα μην την αλλάξετε. Aυτό θυμάμαι. Ύστερα πέθανε και η γιαγιά, η μάνα της. Έμεινα με τον αδερφό μου, δυο χρόνια μικρότερο. Ήταν ένα χωράφι, είχε ένα χόρτο τελείως στρωτό. Mε κάτι μικρά φυλλαράκια. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Kαι αυτό το χόρτο τρωγότανε. Όλη την ημέρα εκεί μέσα βόσκαμε. Δέκα εγώ, οχτώ ο αδερφός μου. Bόσκαμε, αυτή ήταν η τροφή μας».
«Με το βιβλίο αυτό ολοκληρώνεται ένας κύκλος δουλειάς», παρατηρεί ο Θανάσης Βαλτινός. «Tο δεύτερο μέρος του Συναξαριού συνδιαλέγεται όχι μόνο με το πρώτο του μέρος, αλλά και με τα προηγούμενα βιβλία μου, όπως το Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, το Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο, κ.ά. – είναι μια επίστεψη, κατά κάποιον τρόπο, του μέχρι σήμερα έργου μου».
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ έχει γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα, όπως και σενάρια για τον κινηματογράφο. Έχει μεταφράσει αρχαίους Τραγικούς: Τρωάδες, Ορέστεια, Μήδεια. Το 1984 τιμήθηκε με το Βραβείο Σεναρίου του Φεστιβάλ Καννών· το 1990 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος· το 2001 με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. |