«-Πάλι κοπάνα, σμηνία; Έρωτας! Μεγάλο πράγμα ο έρωτας! Τι να του 'λεγα; Εγώ, ένας εξαθλιωμένος, κατακουρασμένος σμηνίας, σ' ένα φρέσκο κι όλο δροσιά σμηνίτη, που ποτέ δεν έλειψε λεπτό; Δεν είχα κουράγιο ν' απαντήσω στο αθώο ψιλό γαζί του. Μόνο του 'λεγα: -Σε διατάζω να μην πεις τίποτε σε κανένα, εντάξει Μίχαλε; -Ναι, σμηνία μου, αφού είναι διαταγή, βλάκας είμαι να πω;».
Θυμάστε, αγαπητοί κύριοι, την εποχή που αφήσατε την οικογενειακή θαλπωρή ή τη φοιτητική ανεμελιά για να υπηρετήσετε τη μαμά-πατρίδα; Θυμάστε, κυρίες μου, πώς χτυπούσε η καρδούλα σας εκείνες τις ατελείωτες ώρες που περιμένατε μπροστά στο τηλέφωνο να ακούσετε τη φωνή του αγαπημένου σας φαντάρου; Πώς; Δεν έχετε ακόμη δοκιμάσει το χακί; Μη βιάζεστε! Ο χρόνος τρέχει αμείλικτα για όλους! Ο Θοδωρής Κοντούλης θυμάται «Τότε που η πατρίδα... του 'κλεινε πονηρά το μάτι», στις μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ξεκαρδιστικές, κωμικοτραγικές ιστορίες, γεμάτες ζωντανές περιγραφές και διαλόγους σε γλώσσα «φανταρίστικη», μας μεταφέρουν στα στρατόπεδα και τις μονάδες που υπηρέτησε τη θητεία του ο Θ. Κοντούλης «παίζοντάς τα όλα κορόνα-γράμματα. Μέχρι το τέλος. Μέχρι τη λύτρωση. Τον από μηχανής Θεό, εκείνο το ρημάδι το απολυτήριο»! Οι ιστορίες από το στρατό μονοπωλούν πολλές από τις συζητήσεις στις αντροπαρέες. Ο Θ. Κοντούλης δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να καταγράψει όλον τον παραλογισμό του στρατού και την αγανάκτηση που νιώθουν οι στρατευμένοι. «Γλειψίματα», «σέντρες», «φυλακές», «κοπάνες», «γκαβάδια», «σειρούλες» και «παλιοί», σκοπιές, βαθμοί, παράσημα, «παρελαύνουν» μέσα στις 176 σελίδες της μοναδικής μαρτυρίας μιας περιόδου της ζωής του Θ. Κοντούλη που ξεκινά εκεί που «τελειώνει η λογική». Κάθε κεφάλαιο από το βιβλίο του Θοδωρή Κοντούλη, «Τότε που η πατρίδα... μου 'κλεινε πονηρά το μάτι», μπορεί να διαβαστεί απνευστί σαν αυτοτελής ιστορία. |