"Ποτέ δε θ'απλώσω μπουγάδα σε ταράτσα, δε θα σιδερώσω σώβρακα βλέποντας τηλεόραση - δε βλέπω τηλεόραση, δεν ξέρω να σιδερώνω, μαμά. Μαθαίνω να μην ακούω αυτή τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου που υπαγορεύει: στις γωνίες μαζεύεται η σκόνη, τα βρακάκια ένα ένα, να σηκώνεις και να ξαναβάζεις το κοινό μανταλάκι όταν απλώνεις το ένα δίπλα στο άλλο. Όχι πετσέτες δίπλα σε σεντόνια, όχι κιλοτάκια και μποξεράκια μπερδεμένα- αλλιώς επιδίδονται σε παθιασμένο σεξ; Αλλά το έχω εξακριβώσει, ξέρεις, στεγνώνουν έτσι κι αλλιώς." Η Βέρα είναι τριάντα τριών και αντί μωρού κουβαλάει στην πλάτη της ένα ασημί λάπτοπ που έχει γυρίσει τον κόσμο. Το υπερηχητικό μυαλό και μαλλί της τινάζει τους γύρω σαν μύγες. Ζει με τη συλλογή παπουτσιών της. Αποκοιμιέται με Μίκυ Μάους. Είναι σούπερ. Δεν είναι φτιαγμένη για να βλέπει τηλεόραση. Γιατί είναι φτιαγμένη; Για να απλώνει βρακιά, αν ακούσει τη μάνα της, για να σώζει εταιρίες, αν ακούσει τον Τσάρλι. Για να ζει σε ξενοδοχεία, να παρασέρνει σ'αυτά άντρες που δεν την ενδιαφέρουν. Τότε γιατί η λέξη πουλί υπεισέρχεται επαναληπτικά στα λόγια της; Πόσο κοστίζει η τσάμπα ψυχανάλυση. Τι σημαίνει "Παντρευόμαστε ή χωρίζουμε"; Θα ανακαλύψει ο μαμούχαλος, σπασίκλας Γκούφι τον καπιταλισμό και τη μόδα; Ποιοι καλλιεργούν οργανικά τοματάκια; Ποιος της πήρε το λάπτοπ; Και γιατί στο διάολο έκλεψε - κάτι λιγότερο από Ντόλτσε Γκαμπάνα; Με επιτάχυνση ξαμολημένου ασανσέρ ουρανοξύστη σε άδειο γλιστερό φρέαρ λίγο πριν συντριβεί στο υπόγειο, η Βέρα καταρρέει. Κι ανακαλύπτει τον έρωτα και το φόβο. Άντρα προς άντρα, φόβο προς φόβο, η Εύη Λαμπροπούλου διηγείται την ιστορία της που είναι αγχωτική και διασκεδαστική σαν μπαλάκι του τένις. Φαίνεται ότι η συγγραφέας της πολυσυζητημένης Χάπι-Λου έχει πάρει κάποιου είδους υπερταχεία που την προωθεί προς την Αμερικάνικη λογοτεχνία των Ντάγκλας Κόπλαντ και Μπρετ Ίστον Έλις. |