Η Βάσω επιλέγει μόνιμα τη σιωπή. Ως εργαζόμενη νοικοκυρά, βουλιάζει στην καθημερινότητά της, από ρόλους που «άλλοι» την υποχρέωσαν να αναλάβει.
Σιωπά κι όταν την πληγώνουν, ακόμα και τότε που της φέρονται απαξιωτικά.
Μόνη της διέξοδος οι κρυμμένες ζωγραφιές της, και είναι αυτές που την ταξιδεύουν στο χρόνο, στον εαυτό της και τελικά στον έρωτα. Ίσως γιατί βρέθηκε εκείνος στο δρόμο της.
«Το ταξίδι τους σε τρικυμία με φουσκωμένα από έρωτα ιστία, σώματα που χτυπιόντουσαν πάνω σε κύματα θεόρατα, κύματα λευκά αλφαδιασμένα στο πάθος».
«Οι βάρκες μου... Ο γλάρος του... Τα μπαλόνια της ζωής... Ακόμα κι αν η ζωή θέλει να μου τα βάψει πάλι γκρίζα, εγώ θα βάλω χρώμα.
»Ξετρύπωσε βιαστικά τέσσερα πέντε σκίτσα από το ντουλάπι. Τ' αράδιασε στο τραπέζι και με το μικρό πινελάκι βάλθηκε να ζωγραφίζει στα σκαριά τους μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Όλες οι βάρκες έγιναν πιο χαριτωμένες, αποκτώντας με την ελαφριά καμπυλωτή κόκκινη πινελιά μια επιπλέον κίνηση. (...)
»Ακόμα κι αν ο ουρανός είναι γκρίζος, εκείνη θα προσπαθήσει να κάνει το γλάρο να τη δει...» |