Σμύρνη, 1906.
Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης ήθελε να ζει ρεμπέτης, άδει το άσμα. Και όντως, ο συγκεκριμένος Σμυρνιός λεμβούχος έτσι ξεκίνησε κι έτσι συνέχιζε το βίο του. Αραχτός και άνετος, λέτσος και στερημένος.
Μέχρι που ένα βράδυ διαολίζεται από τη στέρηση, αλλάζει χούι και αποφασίζει να ανέβει ψηλά. Εκεί, στο δεύτερο πάτωμα της Ζωζώς, όπου κατοικοεδρεύουν οι περιώνυμες Σμυρνιές παστρικές, προκειμένου να του κάτσει η Φροσάρα η γκαντέμω, η επονομαζόμενη και ακάθιστη...
Βαθιά μέσα στη βράκα του κρύβει το καυτό του δόλωμα. Μια παλιά βυζαντινή εικόνα του Αγίου Φανουρίου που κονόμησε μόλις το προηγούμενο μεσημέρι μέσα στον μπαξέ του Ιρφάν μπέη στο Κορδελιό, διαπράττοντας ένα βδελυρό έγκλημα.
Τι συνέβη εκείνο το καυτό αυγουστιάτικο μεσημέρι μέσα στον μπαξέ; Ποιους αντάμωσε ο καϊκτσής και ποιους αντάμωσε ο Χάρος; Tι είδε το γιουσουφάκι του Ιρφάν μπέη πίσω από τις πικροδάφνες; Και πώς διάολο μια τσατσά έγινε καλογριά βλέποντας το φως το αληθινό μες στα μαύρα μεσάνυχτα;
Αλλά κυρίως: του έκατσε εντέλει του στερημένου λεμβούχου η Φροσάρα η ακάθιστη ή θα χρειαζόταν να επέμβουν οι ξακουσμένες μάγισσες της Σμύρνης;
Τζάμπα πήγε το ξενύχτι, στο βρόντο τα σιχτιροβότανα και τα γαμομάντζουνα. Τα πόδια της Ευταξίας έτρεμαν από την ολονυχτία, αλλά η κόρη της η Ματίνα δε χαμπάριασε από μάγια και δεσίματα.
«Θέλω να παντρευτώ από έρωτα!» ήταν η μόνιμη επωδός της.
«Ντιπ σερσέμα είσαι; Τρώγεται, μπρε, ο έρωτας; Μπορείς να ντυθείς και να στολιστείς με έρωτα; Ζεσταίνεσαι το χειμώνα με δαύτον;»
«Θέλω να παντρευτώ από έρωτα!»
«Έλα στα συγκαλά σου, πουλάκι μου. Ο έρωτας φεύγει, τα ακίνητα μένουν».
«Εγώ θέλω να παντρευτώ από έρωτα! Να τον ζήσω, να τον χορτάσω!»
«Βρε καλό μου, ο σύζυγος δε χρειάζεται να έχει χορταστικό πουλί. Αρκεί να έχει χορταστικό πουγκί! Κι ύστερις από πουλιά είναι γιομάτος ο ντουνιάς. Από πουγκιά είναι άδειος. ¶κου και μένα που ξέρω».
«Από πουγκιά ή από πουλιά;»
«Κι απ’ τα δυο», διαβεβαίωσε περήφανα η Ευταξία. «Το ένα φέρνει το άλλο, τζιέρι μου! Αρκεί να τα πάρεις με τη σωστή σειρά».
«Δηλαδή;»
«Από το πουγκί στο πουλί. Αλλιώς, θα μείνεις μονάχα με το πουλί στο χέρι». |