Eίχε αρχίσει να βρέχει όταν η Λίζα πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι της. Έσβησε τη μηχανή και στράφηκε στον Κλέαρχο. Είχε δει θλίψη στα μάτια του από την ώρα που ξεκίνησαν, και στη διαδρομή ήταν σιωπηλός.
Του έπιασε το χέρι και του χαμογέλασε τρυφερά.
«Κλέαρχε», του είπε, «άκου το τραγούδι της βροχής, βοηθάει να ξεχαστείς».
Η ανάμνηση πλημμύρισε την ψυχή του. Τα μάτια του έλαμψαν και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Βοηθάει, Λίζα;»
«Πάντα βοηθάει. Μάθε να το ακούς».
Την κοιτούσε τρυφερά στα μάτια. «Κι αν δε βρέχει;»
«Τότε άκου τους άλλους ήχους της φύσης, τον αέρα που φυσάει, το γρύλο που τραγουδάει, την κουκουβάγια. 'Ακου το θόρυβο των αυτοκινήτων, τη φωνή του μεθυσμένου που μιλάει με τον εαυτό του. Στρέψε την προσοχή σου έξω από σένα. Βοηθάει πάντα. Κάν' το».
Ο Κλέαρχος έμεινε, μαγεμένος, να την ακούει να επαναλαμβάνει τα λόγια που της είχε πει τριάντα σχεδόν χρόνια πριν.
|